κυστικός

κυστικός
-ή, -ό
1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χοληδόχο ή στην ουροδόχο κύστη (α. «κυστική αρτηρία» β. «κυστικός πόρος» γ. «κυστικό πλέγμα»)
2. ιατρ. (για νόσο) αυτός που εκδηλώνεται με την παρουσία ή με τον σχηματισμό κύστεων («κυστική ίνωση τού παγκρέατος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystique < γαλλ. cyste < κύστις + κατάλ. -ique. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κυστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κύστη, ή αυτός που έχει μορφή κύστης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυστε(ο)- — και κυστ(ο) και κυστι πρώτα συνθετικά όρων τής ιατρικής, βοτανικής, ζωολογίας και βιοχημείας που ανάγονται στον τ. κύστις και σχηματίστηκαν από τη γεν. κύστεως οι όροι αυτοί είναι κατά κανόνα αντιδάνειοι και αναφέρονται είτε στην ουροδόχο κύστη… …   Dictionary of Greek

  • κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… …   Dictionary of Greek

  • αιματοκύστη — η Ιατρ. κυστικός σχηματισμός σε ένα όργανο τού σώματος με αιματηρό περιεχόμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αίμα, τος + κύστη, πρβλ. αγγλ. hematocyst] …   Dictionary of Greek

  • ευθυκυστικός — ή, ό όρος που αναφέρεται σε διαφόρους ανατομικούς σχηματισμούς (α. «ευθυκυστική πτυχή» β. «ευθυκυστικό κόλπωμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + κυστικός] …   Dictionary of Greek

  • ηπατοκυστικός — ή, ό ο σχετικός με το ήπαρ και τη χοληδόχο κύστη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatocystic < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + cystic (πρβλ. κυστικός)] …   Dictionary of Greek

  • θυλάκιο — το (Α θυλάκιον) μικρός θύλακος, σακίδιο, σακούλι νεοελλ. 1. η τσέπη, ο θύλακος που ράβεται σε ορισμένα μέρη τών ρούχων 2. ανατ. μικρός κυστικός σχηματισμός που επενδύεται εσωτερικά από εκκριτικό ή απεκκριτικό επιθήλιο και αποτελεί στοιχείο πολλών …   Dictionary of Greek

  • ινοκυστικός — ή, ό αυτός που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ινώδους ιστού και κυστικών σχηματισμών. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. αγγλ. fibrocystic < fibro < fiber «ίνα» + cystic (πρβλ. κυστικός)] …   Dictionary of Greek

  • μυξοκύστωμα — το (ιστολ.) κυστικός όγκος με βλεννώδες περιεχόμενο …   Dictionary of Greek

  • ομφαλοκυστικός — ή, ό 1. ανατ. αυτός που αναφέρεται στον ομφαλό και στην ουροδόχο κύστη 2. φρ. «ομφαλοκυστικοί σύνδεσμοι» ανατ. τρεις χορδές συνδετικού ιστού που συνδέουν τον ομφαλό με την ουροδόχο κύστη και ανασηκώνουν το περιτόναιο σε πτυχές. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”